Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ




Του ΒΑΣΙΛΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*

"Κάθε πραγματικό βήμα προς τα εμπρός έχει περισσότερη σημασία παρά μια δωδεκάδα προγράμματα"

Καρλ Μαρξ, Επιστολή στον Μπράκε, συνοδεύουσα την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, 18751




Η ανωτέρω διάσημη ρήση του Μαρξ, συμπυκνώνει τη σημασία που έχει ο πολιτικός αγώνας ή καλύτερα η διαμόρφωση των όρων και των προϋποθέσεων για τη συγκεκριμένη έκβαση του πολιτικού αγώνα από την οπτική της φιλοσοφίας της πράξης. Με άλλα λόγια κρίσιμο είναι το ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων που διαμορφώνει η ταξική πάλη, όπως αποτυπώνεται στη συγκεριμένη πολιτική γραμμή/πρόγραμμα στη συγκυρία και όχι ένα καθαρό ιδεολογικά ή άρτιο τεχνοκρατικά πρόγραμμα2.
Η κατά κύριο λόγο αδιαμεσολάβητη, αντιφατική και με ασυνέχειες παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στη μνημονιακή συγκυρία είχε, μέχρι τώρα, τα ακόλουθα βασικά αποτελέσματα. Οι μνημονιακές πολιτικές περνούσαν (1ο μνημόνιο-1η δανειακή σύμβαση, μεσοπρόθεσμο, 2ο μνημόνιο-2η δανειακή σύμβαση κλπ), ενώ οι μνημονιακές δυνάμεις κινούνταν στην κατεύθυνση αποσύνθεσης- ρευστοποίησης/αναδιάταξης-ενοποίησης. Μια κίνηση που οδήγησε τελικά αφενός στην τάση ομογενοποίησης του μνημονιακού μπλοκ, όπως αποτυπώθηκε στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου και στους πρόθυμους συμμάχους- υπεύθυνους διαχειριστές των μνημονιακών πολιτικών, αφετέρου στην ολοένα και διογκούμενη πίεση των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, των ‘από κάτω’, να συγκροτηθεί ένα παλλαϊκό μέτωπο που δημοκρατικά θα διεκδικήσει την πολιτική και κοινωνική εξουσία στη χώρα ενάντια στη δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου, τους θεσμικούς και υλικούς όρους αναπαραγωγής της - που συνεπάγονται την κοινωνική εξαθλίωση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και την εκποίηση της χώρας - τους ντόπιους κοινωνικούς και πολιτικούς εκπροσώπους της. Ο μετωπισμός ως πολιτική πίεση ‘από τα κάτω’ είναι εκδήλωση της αυθόρμητης τάσης των λαϊκών αγώνων ενάντια στο μνημόνιο. Η λαϊκή πίεση για τη συγκρότηση ενός παλλαϊκού μετώπου απευθύνεται σ’ αυτή τη φάση κυρίως προς τα κόμματα της κομμουνιστικής ή κομμουνιστογενούς αριστεράς, καθώς είναι οι μοναδικές κομματικές εκπροσωπήσεις του προηγούμενου κύκλου που στέκονται ενάντια στο μνημόνιο και τις συναρτώμενες μ’ αυτό πολιτικές.

Το Κ.Κ.Ε. αρνείται προς το παρόν οποιαδήποτε συζήτηση για τη συγκρότηση μετώπου. Η ηγεσία του κινείται με όρους της περιόδου 1991-2009, όπως κωδικοποιήθηκε στη στρατηγική πέντε κόμματα-δύο πολιτικές, από το 13ο Συνέδριο (2ος/1991) και στη μετα-Μάαστριχτ εποχή. Μια στρατηγική που αποδείχθηκε ορθή για την ύπαρξη του Κόμματος και τη σταδιακή ισχυροποίησή του. Στις σημερινές συνθήκες όμως νεοαποικιακής κατοχής της χώρας από το χρηματιστικό κεφάλαιο, η συγκεκριμένη γραμμή αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις, με πρακτική συνέπεια την κυριαρχία και εξακολούθηση των μνημονιακών πολιτικών. Πρόκειται για πολιτική γραμμή σταθεροποίησης και ισχυροποίησης της γραφειοκρατίας του Κόμματος, έναντι των προκλήσεων μιας γραμμής μαζών. Μια τακτική η οποία εκτός όλων των άλλων έρχεται σε αντίθεση με τις ενδοξότερες στιγμές της ιστορίας του Κόμματος και την καταλυτική συμβολή του στη συγκρότηση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, χωρίς προαπαιτούμενα, παρά μόνον την πάλη ενάντια στους κατακτητές και τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση3. Λαϊκό Μέτωπο με τη συμμετοχή ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, θα τροποποιούσε αμέσως τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς στη χώρα και θα δημιουργούσε άλλη δυναμική. Σε μια τέτοια περίπτωση η κοινωνική πόλωση θα αντανακλούνταν άμεσα στο πολιτικό επίπεδο και η επιχείρηση διαρκούς μετάθεσης της ημερομηνίας των εκλογών από το μνημονιακό μπλοκ και την Τρόικα, πιθανόν να αποκτούσε πιο μόνιμα χαρακτηριστικά...

Από χώρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς διατυπώνεται η άποψη ότι πρέπει να συγκροτηθεί ένα μέτωπο στη βάση ενός καθαρού αντικαπιταλιστικού πόλου. Πιστεύουμε ότι οι σύντροφοι στην ανάλυσή τους δεν εκτιμούν σωστά τις ιδιαίτερες αντικειμενικές συνθήκες της συγκυρίας. Διαφορετικά ειπωμένο κρίσιμο κάθε φορά είναι το πεδίο διεξαγωγής της πολιτικής πάλης, που διαμορφώνει ανάλογα τις τακτικές κινήσεις και επιμέρους στρατηγικές. Θα φέρουμε δύο παραδείγματα από τη διεθνή και εγχώρια εμπειρία του κινήματος, καθώς επίσης και μια αναφορά συγκυρίας.

Η σύγκρουση ριζοσπαστικών πολιτικών ρευμάτων με το ισχυρό PCI (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), με ρίζες στους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας του ’60 όπως εκφράστηκαν στο πολιτικό επίπεδο4, οδήγησαν στη συγκρότηση του PDUP per il Comunismo (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό, από τις ομάδες Il Manifesto, αριστερή πτέρυγα PSIUP κλπ)5 έγινε στη βάση της αντίθεσης στη στρατηγική του compromesso storico του Μπερλιγκουέρ, που ήταν η κεντρική κατεύθυνση του Ι.Κ.Κ. την περίοδο 1973-1980 και συνιστούσε τον ιστορικό συμβιβασμό του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος με την χριστιανοδημοκρατία στη βάση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού, σε μια συγκυρία που χαρακτηριζόταν από οικονομική ύφεση, άνοδο της επαναστατικής και μαζικής πάλης, παρέμβαση του ΔΝΤ, αλλά και ανοιχτά στρατιωτικά πραξικοπήματα (Ελλάδα και κυρίως Χιλή)6.

Επόμενη εμπειρία είναι το εγχώριο εγχείρημα του ιστορικού συμβιβασμού, που οδήγησε στη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη, στην οικουμενική Ζολώτα, δηλαδή στο βρώμικο ‘89’. Η βάση της συνεργασίας με τη Ν.Δ. από πλευράς ενιαίου τότε Συνασπισμού έγινε στο πεδίο αποδοχής της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της ‘ελεύθερης αγοράς’ και του υπό νεοφιλελεύθερη ηγεμονία υπαρκτού ευρωπαϊσμού όπως ήδη είχε καθοριστεί από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), σύμφωνα με το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ (12ος/1988). Επόμενο ήταν αυτή η πολιτική γραμμή χρηστής διαχείρισης του αστικού συστήματος να αποτυπωθεί στην τυχοδιωκτική επιλογή της συγκυβέρνησης Τζαννετάκη με τις συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες (λ.χ. ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, ν. 1866/89, αρ. 4) αλλά και να συναντήσει την άρνηση και αντίσταση πολλών αγωνιστών της κομμουνιστικής αριστεράς (ριζοσπαστικής, παραδοσιακής, ανανεωτικής)7.

Σήμερα το πεδίο καθορίζεται από την υλική βάση και τη θεσμική συγκρότηση της μνημονιακής πολιτικής, που συνιστά τη συγκεκριμένη μορφή του νεοϊμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Που είναι και η μόνη υπαρκτή μορφή σε συνθήκες κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Γι’ αυτό ρεφορμιστικές γραμμές (άλλο μείγμα πολιτικής στα πλαίσια του μνημονίου, καλύτερη διαπραγμάτευση με δογματική θέση την παραμονή στο ευρώ με κάθε κόστος κλπ) που γεννιούνται ως έκφραση κοινωνικών στρωμάτων σε έντονη κινητικότητα λόγω της κρίσης, πολύ σύντομα αποδεικνύονται κενές περιεχομένου ή ανεδαφικές, οξύνοντας την κρίση εκπροσώπησης στο πολιτικό επίπεδο. Το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, με τον ειδικό τρόπο εσωτερίκευσης και αναπαραγωγής της κυριαρχίας του στη χώρα, που συνιστά τον πυρήνα της μνημονιακής στρατηγικής, ακυρώνει το έδαφος οποιουδήποτε παραδοσιακού χαρακτήρα σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης κοινωνικού συμβιβασμού. Δυστυχώς. Εξ αντικειμένου συνεπώς οι δυνάμεις που κινούνται ενάντια στο μνημόνιο, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, έρχονται σε σύγκρουση με το νεοϊμπεριαλιστικό καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό είναι το πεδίο της πάλης.

Χαρακτηριστική είναι επ’ αυτού η θέση της ΔΗΜ.ΑΡ. Καταψηφίζει το μνημόνιο, αλλά δηλώνει ότι η σύμβαση που υπογράφει η συγκυβέρνηση Παπαδήμου είναι δεσμευτική για τη χώρα - σε μια επίδειξη μνημονιακής νομιμοφροσύνης στη λογική της αρχής της συνέχειας της διοίκησης - ανεξαρτήτως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας και ενδεχόμενης καταγγελίας της από μια κυβέρνηση που θ’ αποτυπώνει άλλο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό.8 Ως συνιστώσα της εστίας ενιαίου (μνημονιακού) κόμματος, η ΔΗΜΑΡ ρητώς αποδέχεται τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση και στη βάση αυτή απευθύνει πρόταση (μετεκλογικής) συνεργασίας στις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις9 και κυρίως στο ΠΑΣΟΚ. Ποιό ΠΑΣΟΚ; Δεν είναι μόνον τα εκσυγχρονιστικά στελέχη ή στρώματα οργανικής διανόησης της εξουσίας, που προσχωρούν στη ΔΗΜΑΡ. Αυτή είναι μια μερικότερη έκφραση της βασικής κίνησης του κοινωνικού στρώματος ΠΑΣΟΚ. Ενός γραφειοκρατικού κοινωνικού στρώματος που αναπαραγόταν μέσα από το Κράτος, τους ομίλους επιχειρήσεων, τα ΜΜΕ, τις δομές της Ε.Ε. Και σήμερα, στην τροχιά ιστορικής έκλειψης του κόμματος, ένα μέρος του κοινωνικού αυτού στρώματος υποστηρίζει τη φερόμενη νέα ηγεσία, ένα άλλο τη φερόμενη νέα εσωκομματική αντιπολίτευση, ένα τρίτο εκφράζεται μέσα από την ταλάντευση των προσφάτως διαγραμμένων βουλευτών και τέλος ένα άλλο προσχωρεί στη ΔΗΜΑΡ. Ως οργανικό τμήμα της εστίας ενιαίου μνημονιακού κόμματος, το κοινωνικό αυτό στρώμα, το αστικό ΠΑΣΟΚ, είναι απολύτως εχθρικό προς την αριστερά. Αλλά στη μνημονιακή συγκυρία σπάει τις ετεροβαρείς συμμαχίες με τα στρώματα κυρίως της μισθωτής εργασίας που ήταν και η βάση του ΠΑΣΟΚ. Είναι πρωτίστως αυτά τα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα που βρίσκονται σε ρήξη με το ΠΑΣΟΚ ως πυρήνα του μνημονιακού κόμματος10. Δεν τους καλύπτει καμία εσωκομματική αντιπολίτευση, γι’ αυτό και δεν συγκροτήθηκε σε τελική ανάλυση, ακυρώνουν στην πράξη τον πολιτικό μεταμορφισμό των ηγετικών στελεχών, διαρρηγνύουν τις σχέσεις εκπροσώπησης, ριζοσπαστικοποιούνται στη συγκυρία και αναζητούν συνάντηση με τις δυνάμεις της κομμουνιστικής ή κομμουνιστογενούς ή ριζοσπαστικής αριστεράς, μέσα από μία νέα συγκρότηση, ένα νέο συλλογικό υποκείμενο ή μια αυτόνομη πολιτική έκφραση.

Στα πλαίσια αυτά η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, με όλες τις αντιφάσεις της, είναι μια γραμμή που επιχειρεί κατ’ αρχήν να απαντήσει θετικά στη διαθεσιμότητα των μαζών, θέτοντας το ζήτημα του μετώπου και της πολιτικής εξουσίας. Εδώ και τώρα. Όχι στο Επέκεινα. Μια διαδικασία συγκρότησης μετώπου που θέτει την προοπτική της εξουσίας και επομένως της σύγκρουσης με τη δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου, τα κοινωνικά στρώματα που τη στηρίζουν και τους πολιτικούς εκπροσώπους της, ανοίγει μια σειρά ζητημάτων από την εθνική, δημοκρατική, παραγωγική, κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας μέχρι το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της. Υπερβαίνοντας υποκειμενικές διαθέσεις. Οι υπαρκτές πολιτικές ομαδοποιήσεις και γραφειοκρατικά σχήματα συναντιούνται με τα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα που μαζικά μπαίνουν για πρώτη ίσως φορά στον πολιτικό αγώνα με όρους επιβίωσης και ανεξαρτήτως των μέχρι χθες πολιτικών τους εντάξεων ή αποδεσμευόμενα από τις κομματικές εξαρτήσεις τους. Εισβάλουν στον τόπο που ρυθμίζονται τα πεπρωμένα τους και αμφισβητούν στις κατεστημένες-μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις το δικαίωμα τους να καθορίζουν ερήμην τις τύχες τους. Γι’ αυτό και το αίτημα των εκλογών στην παρούσα φάση είναι καθολικό. Το ανωνυμάτο τροποποιεί τους συσχετισμούς, διαμορφώνει νέους, αποσταθεροποιώντας το σύστημα. Το ποιός/ποιόν έχει τεθεί. Γι’ αυτό το αίτημα της ριζικής πολιτικής ανανέωσης και της λαϊκής μεταπολίτευσης είναι σύμφυτο με τη συγκρότηση ενός παλλαϊκού απελευθερωτικού μετώπου για την ανεξαρτησία, τη δημοκρατία, την κοινωνική αλλαγή. Που θα εξελίξει τα ήδη υπαρκτά σχήματα, συλλογικότητες και κόμματα. Που θα παρέμβει αποφασιστικά και με τόλμη στην κρίση της Ν.Δ. και στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, τραβώντας στρώματα της μισθωτής εργασίας, ανέργους και μικροαστούς στην αριστερά. Ένα μαζικό μέτωπο λαϊκής ενότητας που προϋποθέτει την υπέρβαση της υπαρκτής –πολιτικής- αριστεράς και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει το κοινωνικό μπλοκ λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων στη αντιφατική κίνηση μετάβασής του από τους δομικούς κοινωνικούς προσδιορισμούς σε πολιτική ταξική συνείδηση-τοποθέτηση στη συγκυρία σε διαδικασία απελευθέρωσης-σύγκρουσης με τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις αστικής ηγεμονίας του προηγούμενου κύκλου, πολιτικοποιεί την οικονομική ανάλυση και εθνικοποιεί την ταξικότητα11, θέτει το ζήτημα της κυβέρνησης και της εξουσίας με ορίζοντα το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, κατακτώντας ενότητα στους σκοπούς, ενότητα στην οργάνωση, ενότητα στην καθοδήγηση12. Το αν ένα τέτοιο μέτωπο τελικά θα συγκροτηθεί και με τι χαρακτηριστικά, αν θα είναι εκλογικό ή θα προχωρήσει σε διαδικασίες οργανικής ενοποίησής του και ουσιαστικής γείωσης στα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα, είναι θέματα ανοιχτά στον κοινωνικο-πολιτικό συσχετισμό. Σε επόμενα κείμενα θα διατυπώσουμε την άποψή μας για το ρόλο και τα καθήκοντα των σοσιαλιστών σε ένα μέτωπο λαϊκής ενότητας και ορισμένες βασικές θέσεις ενός ελάχιστου μεταβατικού προγράμματος.

* Δικηγόρος, μέλος της σ.ε. της οργάνωσης Νέος Αγωνιστής (www.neosagonistis.org). Μέρος του κειμένου -λόγω χώρου- δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής, 26-2-2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου